- Ἀμύκλαν
- Ἀμύκλᾱν , Ἀμύκληςmasc acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτθεύω — Α [τίτθη] 1. είμαι τροφός 2. (μτβ.) α) θηλάζω β) (κατ* επέκτ.) ανατρέφω («οἳ ἴσασι δήπου τίς οὖσά ποθ ἡ μήτηρ ἐτίτθευσεν αὐτόν», Δημοσθ.) γ) μτφ. (για την πατρίδα) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει και να αναδειχθεί («καὶ τήν γε τὸν...… … Dictionary of Greek